>Σφραγιδόλιθος του Στρατή Παρέλη

>
Ο Στρατής Παρέλης (1961) εκκινώντας από το καθημερινό βιωματικό υλικό το εμπλουτίζει με στιγμιότυπα σκέψεων, στοχασμών που υπεισέρχονται, ιδεών που πάνω τους χτίζει τη γραφή του.
Ο ουρανός, ο ήλιος, η θάλασσα, ο θεός, η Παναγιά, η ελπίδα, η επίκληση τους έρχεται κι επανέρχεται στη ροή των στίχων του, σηματοδοτώντας ένα θετικό πρόσημο αυτοαναφοράς, διαλεχτικής συναλλαγής με την παράδοση και το προσωπικό απόσταγμα των ιδεών της.

Όταν ο λυρικός τόνος υποχωρεί, τα ποιήματά του θυμίζουν ημερολογιακές αποτυπώσεις, που φέρνουν τον ποιητή στο προσκήνιο ως πρόσωπο. Προσωποκεντρική ποίηση, το ποιητικό υποκείμενο ενδιαφέρουν κυρίως οι σκέψεις του και μέσω αυτών οδηγείται σε μια αισιόδοξη στάση, με μια σιγουριά της αξίας του ‘επικαλείται το φως’. Πληθωρική γραφή με ρητορικά στοιχεία που γίνεται περιεκτικότερη στα ολιγόστιχα ποιήματα.

Η φύση παίζει ενεργό ρόλο στην ποίησή του, όπως και η αγάπη του για την ελληνικότητα, το ελληνικό: “Γράφει ένα ελληνικό αεράκι-/ Ξεγράφει/ Την συννεφιά ενός μεσαίωνα” (σ. 124), “Εγώ το ξέρω/ Ότι αγαπάς κάθε ήχο της Ελλάδας” (σ. 141)

Στοχάζεται πάνω στο “χρόνο που ανταλλάσσει τον άνθρωπο με το χαμό του” (σ. 27), στην καθοριστική λειτουργία της ελπίδας, την καθοριστική λειτουργία της ποίησης, της “δασκάλας” (σ. 118) ως καταφύγιο, στην ιδέα του καλού: “Νίκησε όπως είσαι αμετάθετος μες την ιδέα του καλού” (σ. 155)
Άγγελοι και αρχαίοι θεοί μπαινοβγαίνουν στα ποιήματα, η μακρά παράδοση των εποχών παρούσα στη σκέψη και τα συναισθήματα του ποιητή.

Στατής Παρέλης
Σφραγιδόλιθος (ποιήματα)
Ιδιωτικής Έκδοση, σ. 188
Αθήνα 2009
ISBN 978-960-931136-6

Δημήτρης Παλάζης, 7/10/2010

Posted in critique.gr | Leave a comment

>Ορφέως Αργοναυτικά από τον Σωτήρη Σοφιά

>
Ως συμπλήρωμα του βιβλίου του, Ορφέας και Αργοναυτική Εκστρατεία (βλ. σχετικό άρθρο: http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=518), ο Σωτήρης Σοφιάς προχώρησε στη μετάφραση του βιβλίου Ορφέως Αργοναυτικά.

Στον εκτενή Πρόλογο ο συγγραφέας περιγράφει τη μεθοδολογία που ακολούθησε για τη μετάφραση/ αποκατάσταση τμημάτων του κειμένου και τις πηγές που χρησιμοποίησε.
Με βασικό κλειδί το μέτρο, την εντρύφηση στην αρχαία αιολική διάλεκτο, αλλά και την ευρύτερη γνώση που αποκόμισε κατά το ερευνητικό του πόνημα που αποτυπώνεται στο βιβλίο του Ορφέας και Αργοναυτική Εκστρατεία, προχώρησε στις τροποποιήσεις του με μεθοδικότητα και μας παραδίδει τη δική του εκδοχή των κειμένων του θρυλικού Ορφέα του Θράκα.
Η μετάφραση του Σωτήρη Σοφιά οδηγεί στην απόλαυση του κειμένου στα νεοελληνικά, καθώς και στην πλήρη κατανόηση του ορφικού λόγου.
Το βιβλίο κλείνει με Ευρετήριο των Γεωγραφικών περιοχών, από τις οποίες διήλθαν οι Αργοναύτες, με καταγραφή των θεών και ημίθεων που αναφέρονται στα Αργοναυτικά και μια διαφωτιστική αναφορά στα βότανα και τα φυτά που αναφέρονται στο κείμενο.

Τελειώνοντας, ελπίζω η επιστημονική κοινότητα ως θεσμικό όργανο να δώσει τη δέουσα προσοχή.

Ορφέως Αργοναυτικά
μετάφραση/ αποκατάσταση του αρχαίου κειμένου: Σωτήρης Σοφιάς
εκδ. ΝΟΩΝ

Δημήτρης Παλάζης, 28/9/2010

Posted in critique.gr | Leave a comment

>Το αγαπημένο παιδί της Μοναξιάς του Φίλιππου Αγγελή

>
Εσωτερικός μονόλογος, ευθείες βολές στην ανθρώπινη σχέση, ο ανθρώπινος πόνος, ο ανθρώπινος φόβος, η απογοήτευση και ο χωρισμός είναι τα βασικά μοτίβα που επανέρχονται και διαπνέουν του στίχους του Φίλιππου Αγγελή. Η ποίησή του είναι σαν να επιχειρεί να βάλει τα πράγματα σε κάποια τάξη, γι’ αυτό παλινωδεί μεταξύ του υποθετικού και του τετελεσμένου:

Η παγίωση του αδιεξόδου, η μοιραία κατάληξη που ανανεώνεται κάθε φορά, το ‘αμάρτημα’, η θλίψη, η απόγνωση, η λήθη ως απώλεια βάλλονται κάθε φορά από το κριτικό μάτι του γράφοντος ως αξία ή απαξία, ως σύγκρουση της επιθυμίας με την αντίστροφη πραγματικότητα.
Η γραφή του, στενά συνδεδεμένη με το βιωματικό υλικό που χειρίζεται, είναι καθαρή στα νοήματά της, ‘ρητορική’ στην εκφορά της και φέρει έντονο το άρωμα τραγουδιών, που ευθύνονται για το ρυθμό και τη γλώσσα χωρίς εκπλήξεις, αλλά με νηματικούς συνδυασμούς που μένουν.
Παρά τις διάφορες επιρροές που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς – και είναι φυσικό, γιατί ο ποιητής διαβάζει και πρέπει να διαβάζει – υπάρχει έντονο το προσωπικό χρώμα κι αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση που μετράει.

Μιά μέρα θά κυκλοφορώ με φτερά
από τα αποκόμματα των εφημερίδων
που έγραψαν για την ελευθερία
και θα ψάξω να σου μιλήσω
γιά την επικίνδυνη συνήθεια που έχω
να ονειρεύομαι
ένα κίνητρο γιά τη ζωή
και μιά υστεροφημία γιά τον θάνατο.

(Απόσπασμα από το ποίημα: ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ, σελ. 34 και στο οπισθόφυλλο της Συλλογής)

Το αγαπημένο παιδί της Μοναξιάς είναι η πρώτη ποιητική του Φίλιππου Αγγελή (1984) από τις εκδ. Πολύχρωμος Πλανήτης, Ιούνιος 2010, σελ. 96.
Επιμέλεια εικονογράφησης: Αριστοτέλης Παπαθανασίου.

Δημήτρης Παλάζης, 20/9/2010

Posted in critique.gr | Leave a comment

>Funny face με την Όντρεϊ Χέπμορν και τον Φρεντ Αστέρ

>
Ο φωτογράφος Ντικ Έιβερι (Φρεντ Αστέρ) ψάχνει έναν ποιοτικότερο χώρο για την επόμενη φωτογράφηση μόδας. Ανακαλύπτει ένα μικρό και όμορφο βιβλιοπωλείο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και, παρά την άρνηση της πωλήτριας Τζο Στόκτον (Όντρεϊ Χέπμορν), η φωτογράφηση γίνεται.. Όταν τελειώνει όλα είναι ανάκατα, προς μεγάλη θλίψη της νεαρής πωλήτριας.

Αργότερα, στο εργαστήριό του, ο Έιβερι, καθώς κοιτάζει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει, ανακαλύπτει τη μορφή της Στόκτον, η οποία τον εμπνέει με την ιδιαίτερη εμφάνισή της και ενημερώνει την εκδότρια του περιοδικού μόδας Μάγκι Πρέσκοτ (Κέι Τόμσον). Η Πρέσκοτ κάνει επαγγελματική πρόταση στη Στόκτον, η οποία δέχεται τελικά, μόνο και μόνο γιατί η πρόταση περιλαμβάνει ένα ταξίδι στο Παρίσι, όπου θα μπορέσει να συναντήσει για πρώτη φορά τον αγαπημένο της φιλόσοφο καθηγητή Φλεστρ, του οποίου τις ιδέες θαυμάζει…

Το έργο κυλά γρήγορα παρά την παρεμβολή των τραγουδιών (με εξαίρεση τα στιγμιότυπα με τα ροζ φορέματα στην αρχή), πλημμυρισμένο από τη μουσική του Γκέρσουιν και τα χορευτικά με προεξέχοντα, φυσικά, τον Φρεντ Αστέρ. Η επανέκδοση της ταινίας σε έγχρωμη κόπια αναβιώνει παριζιάνικες εικόνες σ’ όλο τους το μεγαλείο. Στα αρνητικά της ταινίας είναι το αφελές της σενάριο.

Funny face
Σκηνοθεσία: Stanley Donen
Σενάριο: Leonard Gershe
Παραγωγή: Roger Edens
Μουσική: George Gershwin
Φωτογραφία: Ray June
Κοστούμια: Edith Head-Givenchy
Παίζουν: Audrey Hepburn, Fred Astaire, Kay Thomson, Michel Auclair, Robert Flemyng
Έτος Αρχικής Έκδοσης: 1957 Paramount Pictures
Διάρκεια: 103’

Δημήτρης Παλάζης, 13/9/2010

Posted in critique.gr | Leave a comment

>Ανθρώπων Όνειρα του Βασίλη Μανουσάκη

>
Ένα χρόνο μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής του συλλογής «Μιας σταγόνας χρόνος» (βλ. http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=686), ο Βασίλης Μανουσάκης προχωρεί στην έκδοση της πρώτης του συλλογής διηγημάτων «Ανθρώπων όνειρα».
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη, ενώ το Πρελούδιο κι ο Επίλογος, στην αρχή και στο τέλος αντίστοιχα, αναφέρονται στα ‘πραγματικά’ στιγμιότυπα από τη ζωή του συγγραφέα που αφορούν τη γραφή των διηγημάτων του τόμου.

Το πρώτο μέρος (Η Οδός Καβάφη) έχει σαν εφαλτήριο την ποίηση του Καβάφη – τον αγαπημένο ποιητή του συγγραφέα –, αντλεί απ’ αυτήν εμπνεύσεις και ιστορίες:
Η ιστορία του αιγύπτιου κοσμηματοπώλη της οδού βουλής, που είχε τοποθετήσει ένα ποίημα του Καβάφη σε περίοπτη θέση του καταστήματός του (Εργαστήριο Ονείρων).
Ο Παππούς Αντώνιος ο Κρητικός είναι αφοσιωμένος αναγνώστης της ποίησης του Καβάφη.
Ο φιλόλογος και γυμνασιάρχης Ζαχαρίας Στυγερός περιμένει να βρεθεί κάποιος μαθητής να δώσει την ορθή ερμηνεία στίχων της Ιθάκης του Καβάφη, προκειμένου ν’ αποφασίσει επιτέλους να συνταξιοδοτηθεί (Στυγεροί Στίχοι).
Η ιστορία του βουτηγμένου στις καταχρήσεις και την υπεροψία γκαλερίστα Ιωάννη και του «Μυστικού του Καβάφη» (Ο Μυστικός Πίνακας).
Και τέλος, η ιστορία της άτυχης Ηρώς που αναρωτιόταν «τι θα κάνει χωρίς τους βαρβάρους» (Πατρικό).

Η Οδός Καβάφη αποτελεί μια ‘μετάβαση’ του ποιητή Βασίλη Μανουσάκη στον πεζογράφο Βασίλη Μανουσάκη, από τον ποιητικό λόγο, που είναι σύντομος και περιεκτικός ,στον πεζό λόγο, που είναι αναλυτικότερος και περιγραφικότερος και γενικότερα εντοπίζεται σε άλλες διαστάσεις με τις δικές τους ιδιαιτερότητες.
Ενώ στο πρώτο μέρος η αφηγηματική τεχνική είναι σχετικά απλή, σαν παραμύθι, μια γραφή που αγγίζει όλες τις ηλικίες, φορτισμένη συναισθηματικά, εμποτισμένη με ανθρωπιά και αγάπη προς τον Αλεξανδρινό ποιητή, στο δεύτερο μέρος (Όταν τη Πένα Ταξιδεύει), το σκηνικό αλλάζει. Η γραφή βαθαίνει, εισβάλλει ο ‘μαγικός ρεαλισμός’, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, το αναπάντεχο και η ανατροπή ελλοχεύουν.
Στο Στοιχειώδες, ο Πολ περιμένει τους μυστηριώδεις συντρόφους του, που τους συνδέει ένας κοινός σκοπός.
Στο Μήπως Ξέχασα, ένας ιδιότροπος γιατρός παίρνει το μάθημά του από έναν μικρό ασθενή απ’ την Κρήτη.
Στο Ένα Μωρό στην Άσφαλτο, η επιτυχημένη επαγγελματικά, αλλά υπερβολικά καταπονημένη Αριάδνη μοιραία γίνεται το θύμα ενός ατυχήματος.
Στο Χορό σε Λευκό και σε Μαύρο, η ‘μαμά’ ζει στον κόσμο της στην έπαυλη της οδού Κρίνων
Στις 140 Ημέρες, ο αριθμός 140 μπαίνει αναπάντεχα στη ζωή του Θανάση και ριζώνει ώς το απρόσμενο φινάλε.

Πρόκειται, εν κατακλείδι, για τα όνειρα των ανθρώπων, την επιδίωξη της πραγματοποίησής τους, το ταξίδι εντός και εκτός, τη ζωή την ίδια με την τριβή της, το όνειρο της ζωής, όπως μας τα περιγράφει ο Βασίλης Μανουσάκης με το δικό του ανθρώπινο τρόπο.

Βασίλης Μανουσάκης
Ανθρώπων όνειρα
Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη

Δημήτρης Παλάζης, 1/9/2010

Posted in critique.gr | Leave a comment

>Ο Γλάρος του Τσέχοφ από την Εταιρία θεάτρου Pequod

>
Θέατρο μέσα στο θέατρο, κριτική της γραφής, ο γοητευτικός συνδυασμός των ανεκπλήρωτων επιθυμιών και των αδιεξόδων, «ο γλάρος» του Τσέχοφ.
Ο νεαρός συγγραφέας Κονσταντίν Γραβρίλοβιτς Τρέπλιεφ ανεβάζει ένα πρωτοποριακό θεατρικό με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του Νίνα.
Η μητέρα του και ηθοποιός Ιρίνα Νικολάγιεβνα Αρκαντίνα απαξιώνει το έργο. Μάνα και γιος συγκρούονται.
Ο σύντροφος της Αρκαντίνα και γνωστός συγγραφέας Τριγκόριν και η Νίνα ερωτεύονται.
Ο Τρέπλιεφ αντιλαμβάνεται την αλλαγή στην καρδιά της Νίνας.
Της δίνει ένα σκοτωμένο γλάρο που βρήκε κοντά στη λίμνη και τελικά αποπειράται να αυτοκτονήσει.
Ο Τριγκόριν και η Νίνα συνευρίσκονται αργότερα στη Μόσχα, όπου η Νίνα προσπαθεί να κάνει καριέρα ηθοποιού.
Μετά από δύο χρόνια επιστρέφει πάλι η Αρκαντίνα με τον Τριγκόριν που έχουν ξανασμίξει.
Μετά από μια σύντομη επίσκεψη της Νίνας στον Τρέπλιεφ, αυτός αυτοκτονεί.
Η ομάδα Pequod χρησιμοποίησε όλο το θεατρικό χώρο.
Ηθοποιοί αρχίζουν να μιλούν από τα καθίσματα και εντάσσονται κατόπιν στη σκηνική δράση, ενώ εν γένει δεν εγκαταλείπουν τη σκηνή, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις που απαιτείται.
Αμεσότητα εναντίον σαφήνειας, που καλείται η υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών να εξισορροπήσει.
Η επιτυχία του εγχειρήματος έγκειται στο ότι αφέθηκε τελικά ο τσεχοφικός λόγος ν’ ακουστεί και ν’ αγγίξει το κοινό.

Ο Γλάρος του Τσέχοφ

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ξανθόπουλος
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνογραφική και Ενδυματολογική Επιμέλεια:
Νίκος Κονιάρης
Επιμέλεια Κίνησης: Βάσω Γιαννακοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγγελική Μαρίνου

Έπαιξαν:
Γιώργος Αγγελόπουλος
Άρης Αρμαγανίδης
Δημήτρης Γεωργαλάς
Βάσω Καβαλιεράτου
Γιάννης Κλίνης
Μιχάλης Μαθιουδάκης
Χριστίνα Μωρογιάννη
Νικολίτσα Ντρίζη
Αγγελική Παπαθεμελή
Κώστας Παπακωνσταντίνου

Δημήτρης Παλάζης, 30/8/2010

Posted in avopolis.gr/theatre/ | Leave a comment

>Η μετάβαση από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη – Ανάγνωση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

>
Το μαύρο κουμπί, Ποίηση, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εκδόσεις Κέδρος, 2006

Το πράσινο είναι ανάταση του χώματος· με αυτό ρηχά
ντυμένο αναρριχάται ώσπου δειλιάζει σαν από ίλιγγο.
Και με την πρόφαση του φθινοπώρου αρχίζει λύγισμα
στο σώμα του επιστρέφοντας· με κίτρινο σκεπάζοντας
διάσπαρτα ίχνη του ύψους που αξιώθηκε· της μάταιης
πτήσης του το τσάκισμα.

Μια ιδιότυπη επικοινωνία με τους νεκρούς, ή ακριβέστερα μια επικοινωνία με πρωτοβουλία των νεκρών του ποιητή με τον ίδιο.
Στερημένη από μεταφυσική, ανεπάντεχη, αλλά κατά κάποιον τρόπο φυσική, μια καθημερινότητα του έσω ανθρώπου που εισβάλλει στην καθημερινότητα του έξω ανθρώπου, που τελικά αποτυπώνεται σε ποιήματα, σπαράγματα, πεζόμορφες ποιητικές χρωματικές αποδόσεις.

Το άνοιγμα που έκανε ο ποιητής στην «Κλεμμένη ιστορία» με τις πεζόμορφες ονειρικές στοχαστικές εμβαπτίσεις επικεντρώνεται στο «Μαύρο Κουμπί» σ’ ένα εσωτερικό χώρο μη ύπαρξης, το χώρο ή τη χώρα των νεκρών, όπου τα πάντα μπορούν να εμφανιστούν ως δυνατά.

Οι νεκροί με την απουσία τους δημιουργούν ένα κενό. Η απώλεια του αγαπημένου προσώπου, η μετάβασή του από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη ταράζει με ανεξίτηλο τρόπο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ο Κώστας Παπαγεωργίου πραγματεύεται ακριβώς αυτό το κενό, την απουσία, που γεμίζει από τις ΄ονειρικές’ επισκέψεις των νεκρών και συντείνει στη μετακύληση του ζωντανού υποκειμένου στη θέαση της ανεστραμμένη χώρα των νεκρών του. Ο ανθρώπινος ουρανός είναι η κατοικία τους και η γη ο ουρανός τους. Όπως τα πάνω έτσι και τα κάτω, όπως διατείνεται ο Ερμής ο Τρισμέγιστος.

Τι όμως μπορεί να εμβαπτίσει ένα άνθρωπο σ’ αυτή την απόκοσμη χώρα, όπου η μνήμη ανακαλεί τους νεκρούς, αποκαθιστά μέρος των εντυπωμένων χαρακτηριστικών του, αλλά και εν τέλει μέσω μιας αδέσμευτης από τη συνείδηση ονειρικής πλοκής τους κάνει πρωταγωνιστές του εσωτερικού σώματος; Θα επικαλούμουν μια πολύ πρόσφατη απώλεια αγαπημένου προσώπου, που εκλύει ένα κύμα μαζικού στοχασμού περί της ανθρώπινης ύπαρξης και ανακαλεί με ευχέρεια παρόμοιες απώλειες στη διαδρομή του βίου.

Η διαφορά με τον Κώστα Παπαγεωργίου έγκειται στο ότι η επίκληση των νεκρών ή κατά τον ποιητή οι αυτόβουλες επισκέψεις τους, συνάντησαν μια ποιητική γραφή προς αυτή την κατεύθυνση. Η έλλειψη αναπνοής και ο αδιέξοδος ποιητικός χώρος ‘ανάσανε’ από την έλευση των νεκρών, οι νεκροί ανασαίνουν μέσα απ’ αυτόν δίνοντας το αντίπαλο βάρος στο ζύγι της έλλειψης αέρα.

Η ποιητική εικονοποιία έχει γίνει εντονότερη, οι εικόνες διαυγείς, σκηνικές, απελευθερωμένες απ’ τα σφιχτά δεσμά του λόγου.

Ο ποιητής μετουσιώνει μέρος του εαυτού του στο είδος της «ύπαρξης» των νεκρών του, είναι μια προϋπόθεση ή μια ανάγκη για να δέχεσαι τις επισκέψεις τους. Λόγος υποβλητικός, όπως αρμόζει στην υποδόρια εξιδανίκευση των αγαπημένων που απωλέσθησαν. Υποβλητικότητα στηριγμένη πάνω στη λιτή απογυμνωμένη γραφή που χαρακτηρίζει τον Κώστα Παπαγεωργίου, αλλά και μια ‘αλληγορία του κενού’, θα έλεγα, που έχει το προνόμιο του απρόσκλητου επισκέπτη της καθημερινότητας, που ο άνθρωπος καθώς ωριμάζει το αποδέχεται ως φυσικό μέρος της ζωής του.

«Το μαύρο κουμπί» προϋποθέτει μια αντισυμβατική ανάγνωση, μια κάθοδο στον αντισυμβατικό ουρανό του Κώστα Παπαγεωργίου, όπου λείπουν οι απαντήσεις, οι διέξοδοι, ο άνθρωπος αποκαθίσταται στην πραγματική του διάσταση, η οποία περικλείει τον εν δυνάμει θάνατό του, μια δυναμική ισορροπία όντος και μη όντος, κενό και ύλη σε μια μαγευτική συνύπαρξη, που κατ’ εξοχήν ο ποιητικός λόγος μπορεί να αποδώσει.

Δημήτρης Παλάζης, περιοδ. Βακχικόν τ. 10

Posted in Vakxikon | Leave a comment

>Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ – Το πνεύμα της θλίψης και ο πρόωρος θάνατος

>
Ο Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ (1921-1947) έζησε από κοντά τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρετώντας στο γερμανικό στρατό και πέθανε νεαρότατος, μόλις 26 χρονών, από ηπατίτιδα. Είναι κατά κύριο λόγο αντιπολεμικός συγγραφέας και υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να διαβάζονται τα έργα του. Δεν ξέρω αν κατάφερα να περάσω στο ελληνικό κείμενο αυτό το πνεύμα θλίψης για το μοιραίο, δοσμένο όμως από ένα νέο άτομο και όχι από έναν ηλικιωμένο. Η θλίψη του έχει μια δροσιά νεότητας με μια αίσθηση συνάφειας και αμεσότητας βιώματος και γραφής. Η πόλη που γεννήθηκε και έζησε, το Αμβούργο, είναι παρούσα σε πολλά ποιήματά του, δοσμένη μ’ ένα βλέμμα θλιμμένης κατανόησης, μιας οικείας αποδοχής. Το ποίημα «Ο άνεμος και το ρόδο» δείχνει να προφητεύει τον πρόωρο χαμό του. Τα Άπαντα του, ένας μικρός τόμος που έχω στην κατοχή μου, περιλαμβάνει μικρά πεζά, ποιήματα, το μεταφρασμένο στα ελληνικά θεατρικό του «Έξω μπροστά στην πόρτα» (εκδ. Αναγνωστίδη) και το αντιπολεμικό του μανιφέστο.

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΔΟ

Χλωμό μικρό μου ρόδο
Ο αγέρας ήρθε ξέπλεκος
Από μακριά και σε πήρε
Λες κι ήταν τα πέταλα φουστάνι
Γυναίκας του λιμανιού π’ απλώνει.
Γκρίζος και άγριος!

Ίσως να δίστασε
Για λίγο κουρασμένος
Στις σκοτεινές πτυχές σου
Επιθυμώντας να ηρεμήσει
Όμως η μυρουδιά σου τον ξεγέλασε
Τον μέθυσε
Σηκώθηκε ορθός και φούσκωσε τα στήθη
Κι από ηδονή σε τέλειωσε.
Με το φιλί σου ακόμα ταξιδεύει
Όταν φυσά
Πάνω απ’ τη φοβισμένη χλόη

ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ

Η θεά μεγαλούπολη μας έφτυσε
Σ’ αυτή την έρημη θάλασσα από πέτρα
Ρουφήξαμε την ανάσα της
Κι έπειτα μας άφησε μονάχους

Η πόρνη μεγαλούπολη μας έκλεισε τα μάτια
Στα τρυφερά και φθαρμένα χέρια της
Στενάζοντας κουτσαίναμε πόνο κι ηδονή
Κανένα έλεος πια δεν θέλαμε

Η μάνα μεγαλούπολη επιεικής είναι, μεγάλη
Κι όταν κενοί και κουρασμένοι είμαστε
Στον γκρίζο κόρφο της μιας πιάνει
Κι αιώνια από ψηλά οργανοπαίζει ο άνεμος

ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ

Στο Αμβούργο δε μοιάζ’ η νύχτα
Σαν τις άλλες πόλεις
Η ήρεμη, μπλε γυναίκα
Στο Αμβούργο είναι γκρίζα
Και βαστά μ’ αυτούς που δεν προσεύχονται
Φρουρά στη βροχή

Στο Αμβούργο κατοικεί η νύχτα
Σ’ όλα τα καπηλειά του λιμανιού
Και φορά ελαφριά τα ρούχα της
Μαστροπεύει στοιχειωμένη και κρυφοπατώντας
Όταν πάνω στα φτωχά παγκάκια
Αγαπιόνται και γελούν

Στο Αμβούργο δε μπορεί η νύχτα
Γλυκές μελωδίες να μουρμουρίσει
Σαν αηδονιού κελάδημα
Αυτή ξέρει το τραγούδι των καραβιών
Που απ’ το λιμάνι βγαίνουν
μουρμουρίζοντας γκρινιάρικα
Μ’ ακρίβεια ευδαιμονική

ΒΡΟΧΗ

Η βροχή βαδίζει σαν γριά γυναίκα
Με σιωπηλή θλίψη διασχίζει τη χώρα
Τα μαλλιά της υγρά, το πανωφόρι της γκρίζο
Και πότε-πότε σηκώνει το χέρι

Και χτυπά απελπισμένα τα τζάμια των παραθυριών
Όπου οι κουρτίνες μυστικά ψιθυρίζουν
Το κορίτσι πρέπει να μείνει στο σπίτι κλεισμένο
Μ’ επιθυμία σήμερα μεγάλη να ζήσει.

Τότε τσακώνει ο άνεμος τη γριά απ’ τα μαλλιά
Και τα δάκρυα της γίνοντ’ άτακτοι λεκέδες
Με κίνδυνο αφήνει τα ρούχα της να πλέουν
Και χορεύει στοιχειωμένα σαν μάγισσα

ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Γιατί, αχ πες, γιατί
Φεύγει ο ήλιος τώρα;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Ο ήλιος τότε φεύγει μακριά

Γιατί, αχ πες, γιατί
Βυθίζετ’ η πόλη μας μες στη σιωπή;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Όταν θέλει γοργά να πλαγιάσει

Γιατί, αχ πες, γιατί
Καίει το φανάρι έτσι;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Και τότε καίγεται πέρα ώς πέρα

Γιατί, αχ πες, γιατί
Βαδίζουν κάμποσοι χέρι με χέρι;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Και τότε βαδίζουν χέρι χέρι

Γιατί, αχ πες, γιατί
Είν’ η καρδιά μας τόσο μικρή;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Σαν είμαστ’ όλοι τελείως μονάχοι

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ

Κόκκινα στόματα απ’ τις γκρίζες σκιές
Ρουχουλίζουν μια ζάλη γλυκιά
Και το φεγγάρι χρυσοπράσινο περνά
Μέσα από ’να δεμάτι ομίχλης χαμογελαστά

Γκρίζοι δρόμοι, κόκκινες στέγες
Κει μέσα, στο μέσο, νάτο, πράσινο φως!
Ένα τραγούδι χάσκει ο μεθυσμένος
Στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο

Γκρίζα λιθάρια και κόκκινο αίμα
Πρωί – πρωί όλα καλά
Το πρωί περνά ένα πράσινο φύλλο
Πνέοντας πάνω απ’ τη γκρίζα πόλη

Δημήτρης Παλάζης, περιοδ. Βακχικόν. τ. 9

Posted in Vakxikon | Leave a comment

>Li Yu – Επαφές με την κινεζική ποίηση

>
Ήρθα σε επαφή με την κινέζικη ποίηση μέσα από τον ξεχωριστό Λι Τάι Πο, πριν αρκετά χρόνια. Αυτός ήταν η αιτία να ασχοληθώ μ’ αυτό το είδος ποίησης και να μεταφράσω κάμποσους κινέζους ποιητές – δυστυχώς από τις αγγλικές τους εκδοχές, μια και δεν γνωρίζω την κινέζικη γλώσσα.

Η κινέζικη ποίηση διαθέτει μια ατμόσφαιρα που εκρέει από το εσωτερικό του ποιήματος και πλημμυρίζει το μυαλό του αναγνώστη. Τα συναισθήματα ακουμπούν το ένα το άλλο και δεν διαπερνώνται. Πρόκειται για ένα εσωτερικό δράμα επαφής, για τριβές των ορίων. Τόσο αυτά που λέγονται όσο κι αυτά που δεν λέγονται προορίζονται να παίξουν ισάξιο ρόλο στις εξαιρετικές στιγμές των κινέζων ποιητών. Τους διακρίνει μια λεπτότητα αισθημάτων, μια νοσταλγία ως κίνηση ψυχής.

Αυτό που στη Δύση αποκαλούμε πεποίθηση, η προβολή της γνώμης του ποιητή, στην κινέζικη ποίηση προσομοιάζει περισσότερο στην αφή της ιδέας, προφανώς λόγω των ιδεογραμμάτων. Ιδέες φορτισμένες με αισθήματα και αποφορτισμένες σε αισθήματα, αυτό είναι που σε τελευταία ανάλυση προσδίδει τη λεπτότητα και τη χάρη στο κινέζικο ποίημα.

Ποιήματα της αγάπης και της απώλειας, από τα ci της δυναστείας Song, του νικημένου –και κατά γενική ομολογία αποτυχημένου – αυτοκράτορα, αλλά εξαιρετικού ποιητή Li Yu (937-978). Η αναγνώριση της καλλιτεχνικής του αξίας έγινε από τους νικητές του, της δυναστείας Song.

Li Yu (937-978)

Ο Ψαράς

Αφρισμένες παλίρροιες σαν νιφάδες χασομερούν
Δαμασκηνιές παραταγμένες ανθίζουν σιωπηλά
Ένα μπουκάλι κρασί και το ψάρεμα
Ποιος σ’ αυτό τον κόσμο μετριέται μαζί μου;

Το κουπί σχίζει στα δυο τα νερά πηγής
η βάρκα σαν φτερό επιπλέει
ένας μικρούλης γάντζος παίζει
στο τέλος του μεταξένιου σκοινιού

Το νησάκι γεμάτο λουλούδια
κι η κανάτα μου γεμάτη κρασί
Πάνω στα χίλια στρέμματα των κυμάτων
υπάρχει ελευθερία.

Ο Κήπος

Ο κήπος βαθύς και γαλήνιος
η αίθουσα άδεια και μικρή
Σε λίγο θ’ αρχίσει
το σφυροκόπημα των πλυστρών
ν’ ανακατεύεται με τον αέρα
Σ’ αυτήν την αιώνια νύχτα
μόνο ένας άγρυπνος άντρας ακούει
τους διαλείποντες θορύβους
που φευγαλέα παρουσιάζονται στις κουρτίνες
απ’ το σεληνόφως.

Νέον Έτος

Ο αέρας επιστρέφει στη μικρή αυλή
καθώς οι λειχήνες πρασινίζουν
Τα μάτια της και τα φύλλα της ιτιάς
μια ακολουθία της άνοιξης
Κλίνοντας στο κιγκλίδωμα
σιωπά καιρό
Το νέο φεγγάρι κι οι κροτίδες
είναι το ίδιο πληκτικά όπως τότε

Η γιορτή κι η μουσική δεν έχουν πάψει
Στη λίμνη ο πάγος αρχίζει να λειώνει
Στο λαμπρό φως του κεριού
η αποπνικτική μυρουδιά,
Βαθιά κρυμμένοι
στο χρωματισμένο δωμάτιο οι ναοί μου
βαρυφορτωμένοι σκέψεις
άσπροι σαν πάγος…

Το Πιοτό

Χτες νύχτα ο αέρας κι η βροχή
κείνοι οι φθινοπωριάτικοι ήχοι
χτύπησαν τις κουρτίνες και τα τζάμια
Έκλαψε το κερί
Βυθίστηκ’ η κλεψύδρα
κι έκλινα στο προσκέφαλο
Σηκώθηκα
μα ειρήνη δεν βρήκα.

Όλες οι εγκόσμιες υποθέσεις
στη λήθη να ριχτούνε
Η ζωή εφιάλτης
Στα σίγουρα ο δρόμος
οδηγεί στο κελάρι.
Καμιά άλλη διαδρομή
δεν αξίζει τιμή

Ερωτοχτύπημα

Τα μαλλιά της δεμένα με κορδέλα
με καρφίτσα από νεφρίτη
Η πλούσια ρόμπα της
λεπτή και μαλακιά
ανάμεσα στα φρύδια
μια ρηχή αυλακιά

Οκτώβρης
βροχή κι αγέρας
χτυπούν τα φοινικόδεντρα
Ένας ανήμπορος άντρας
σε μιαν ατελείωτη νύχτα

Στη Φυλακή

Ένα νόμος σαράντα ετών
Ένα βασίλειο χιλίων μιλίων
Υπεροπτικά πριγκιπικά περίπτερα
ψωρόδεντρα και θάμνοι
πλέκονται σ’ ένα ομιχλώδες δίχτυ
Δεν γνώρισαν ποτέ
τον ήχο των όπλων.

Τώρα, πιασμένος και δούλος
τα μέλη μου ευπαθή
κι οι εκκλησιές μου γκρι

Δεν θα ξεχάσω ποτέ
την εσπευσμένη αναχώρηση
απ’ τον προγονικό βωμό
όταν τραγουδούσαν
οι μουσικοί της αυλής το αντίο
και τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα
κοίταξαν τα κορίτσια μου

Πόση λύπη;

Πόση λύπη
χτες νύχτα στ’ όνειρο;
βρισκόμουν στο κυνήγι
όπως συνήθιζα παλιά:
Τα άρματα σαν ποτάμι
και τ’ άλογα σαν ιπτάμενοι δράκοι
Τα άνθη, το σεληνόφωτο, το ευγενικό αεράκι
ήταν χαρά της άνοιξης

Πόσα δάκρυα χύθηκαν
στο πρόσωπο, στα μάγουλά μου
Δεν θα το πω το μυστικό στην καρδιά μου
ούτε να παίξεις φλάουτο από φοίνικα
με τη ματιά να στάζει δάκρυ
Βαρύ ’ναι να τ’ αντέξουμε

Απομνημονεύματα

Το κόκκινο στον κήπο της άνοιξης
μαράθηκε γρήγορα
το φταίξιμο απλώνεται συχνά
στην παγωμένη βροχή την αυγή
και στον αέρα στη σκοτεινιά

Πότε θα ξαναπέσουν
τα κόκκινα δάκρυα
που μεθούν και κρατούν στη σκλαβιά;
Σαν ποτάμι που γέρνει στο ξημέρωμα
η πονεμένη ζωή
περνά στο πικρότερο τέλος της

Το Παρελθόν

Η ομορφιά του τοπίου δεν γλυκαίνει
τις πικρές μνήμες
Στο προαύλιο τα βρύα καλύπτουν τα βήματα
κι ας φυσά το φθινόπωρο
Οι κουρτίνες της κάμαρας
μέρες κατεβασμένες
μια και κανένας δεν έρχεται

Θαμμένο χρόνια το χρυσό σπαθί
φιλοδοξίες μαραμένες σαν ζιζάνια
Στο δροσερό κι ακίνητο ουρανό
το φεγγάρι ανοίγει σαν λουλούδι
Οι σκιές των παλιών παλατιών μου
μοιραία θα πέσουν άσκοπα στις τάφρους

Γενέθλια

Δεν θα τελειώσουν ποτέ
τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια
και τα φθινοπωριάτικα φύλλα;
Πόσα δε γίνανε
στο μικρό πύργο, χθες νύχτα
Ο ανατολικός αέρας
φύσηξε ακόμα μια φορά
Μπορώ να αντέξω τάχα
την παλαιά πατρίδα
στο φωτεινό φεγγάρι;

Τα χαραγμένα κιγκλιδώματα
και τα μαρμάρινα βήματα
ακόμα θα ’ναι κει
χωρίς τα μάγουλα της νιότης
Πόση θλίψη μπορώ να αντέξω;
Σαν ένα ποτάμι που ρέει ανατολικά
γεμάτο με νερά της πηγής

Ζωή

Τη θλίψη στην καρδιά σου προδίνουν
τα πρώτα γκρίζα μαλλιά
Η ζωή είναι όπως
οι κενές σειρές βουνών
που το χιόνι περιμένει να το συναντήσεις
Ακόμα υποχωρείς μοναχικά
απ’ το παρελθόν στην αγριότητα.

Ανοιξιάτικο ντους

Έξω από τις κουρτίνες η βροχή φλυαρεί
η εποχή σέρνει το τέλος της
Το μεταξένιο στρωσίδι δεν κρατά
τη ψύχρα την αυγή
Στο όνειρο ξέχασα
ότι ήμουν σ’ εξορία,
και κάποτε υπήρχε χαρά.

Ποτέ μη γέρνεις στο κιγκλίδωμα στη μοναξιά!

Ω, βουνά και ποτάμια μου
πόσο εύκολα χωριστήκαμε
πόσο σκληρός ο γυρισμός!
Άνοιξη, θα πορευτείς με πεσμένα πέταλα
και ρεύματα που γέρνουν στον παράδεισο;

Αφήστε με να μείνω μια στιγμή!

Δημήτρης Παλάζης, περιοδ. Βακχικόν, τ.8

Posted in Vakxikon | Leave a comment

>Γιώργου Χειμωνά, "Πεισίστρατος" – "Γιατρός Ινεότης" – "Χτίστες"

>
Τρία αντιπροσωπευτικά έργα της περιόδου 1960-1979

Γεννημένος το 1936 ο Γιώργος Χειμωνάς κάνει την εμφάνισή του στη νεοελληνική λογοτεχνία με τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ (1960). Από χρονολογικής πλευράς ο συγγραφέας ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Το όνομα Πεισίστρατος παραπέμπει στον γιο του Ιπποκράτη, τύραννο των Αθηνών και προστάτη των γραμμάτων και των τεχνών. Στο κείμενο του πεζογραφήματος κυριαρχεί ο διάλογος του αφηγητή με έναν εναλλακτικό του εαυτό, που τον ονομάζει Πεισίστρατο. Ο ίδιος ο Χειμωνάς, γιατρός στο επάγγελμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί παιδί του Ιπποκράτη με την έννοια της συγγένειας του επαγγέλματος. Ο σχέση του αφηγητή και του Πεισίστρατου είναι, θα λέγαμε, σχέση αγάπης και μίσους, που εναλλάσσονται και εναλλάσσουν τη βάση τους. Εμφανίζονται στιγμιότυπα ζωής και στιγμιότυπα σκέψεων και στοχασμών, που, όταν ωθούνται στα όρια, στεγάζονται κάτω από τον τίτλο «το υπερβολικό διήγημα». Άλλα θέματα είναι «ο δρόμος», «το ιατρείο», «η γειτονιά», « τυμπανιστής», «η χάρη», «ο βασιλιάς της Καρθαγένης», φιλοσοφία, με αυτοβιογραφικές νύξεις, δοσμένα με μια σουρεαλιστική μεγαλοπρέπεια.
Ήδη απ’ τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ εμφανίζονται τα στοιχεία και οι τρόποι της γραφής του Χειμωνά, που θα ακολουθήσει και στα επόμενα πεζογραφήματά του. Η γραφή δεν ακολουθεί πιστά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Διαπνέεται από μια προφορικότητα, που της χαρίζει ζωντάνια και θεατρικότητα. Η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου είναι αινιγματική, η γραφή σκοτεινή, χωρίς όμως να γίνεται μεταφυσική. Αλλού επικρατεί η ποιητικότητα, αλλού ο στοχασμός, αλλού η διήγηση.

Μεσολαβούν τα πεζογραφήματα «Η εκδρομή» (1964) και «Το μυθιστόρημα» (1966).
Στο ΓΙΑΤΡΟ ΙΝΕΟΤΗ (1971), πρόκειται να έρθει το νέος είδος των ανθρώπων. Οι παλιοί άνθρωποι, ο τρομαγμένος λαός, πρέπει να εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μια ορισμένη μέρα, αφού γυρίσει ο καθένας στον τόπο του. Ο γιατρός Ινεότης ακολουθεί κι αυτός τον κόσμο. Έχει συντροφιά ένα γύφτο, ακονιστή μαχαιριών. Έμαθαν πώς δεν θα πεθάνουν χωρίς να πονέσουν, όπως τους είχαν πει, αλλά με βασανιστικό θάνατο σαν τιμωρία.
Πυκνή γραφή, τελετουργική, εσχατολογική. Ο Χειμωνάς αναδεικνύεται ανατόμος του ανθρώπινου σώματος. Διάσπαρτες εμπειρίες του συγγραφέα από νοσοκομεία, αρρώστιες, θανάτους. Γλαφυρές, δυνατές περιγραφές των προσώπων, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα, χαρακτηριστικές κινήσεις, στάσεις. Χωρίς νύξη στο χαρακτήρα τους. Η γραφή δομείται και αποδομείται από πολύπλευρες αναφορές στο ίδιο θέμα. Η επιστροφή στο γενέθλιο τόπο είναι μια πράξη θανάτου, μια απογραφή θανάτου, μια επιστροφή στη γη, στο άγγιγμα του ανθρώπινου ορίου.

Από τον «εφηβικό» ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ μέχρι τους ΧΤΙΣΤΕΣ (1979) μεσολαβεί περίπου μια εικοσαετία και επιπλέον τα πεζογραφήματα «Ο γάμος» (1975) και «Ο αδελφός» (1976).
Στους ΧΤΙΣΤΕΣ (1979), εκεί που όλα φαίνονταν να τελειώνουν, αρχίζει μια αναγέννηση των ανθρώπων. Βίαιη και σκληρή αναγέννηση. Εμφανίζεται ενας κήρυκας, που θα αναγγείλει αυτα που έχουν γίνει, δηλαδή είναι το αντίθετο του προφήτη. Ο κήρυκας θα σταθεί σ’ ένα προσωρινό νησί από πέτρες στη μέση του νερού, που χτίστηκε απ’ τους θαλασσινούς εργάτες, που χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στον κήρυκα. Οι άνθρωποι της χώρας του δεν ήθελαν να τον ακούσουν. Εμφανίζονται οι κόρες του κήρυκα, που υπονομεύουν τον κήρυκα για λογαριασμό των ανθρώπων. Στο τέλος εμφανίζονται οι “χτίστες” [από τη Ξάνθη], σπουδαίοι τεχνίτες από αρχαία παράδοση, νομάδες. Έχτισαν τη χώρα που είχε ρημαχτεί με μεγαλοπρεπή οικοδομήματα. Τέλειωσαν κι έφυγαν, αλλά τα σπίτια έμειναν άδεια. Οι μόνοι κάτοικοι τους ήταν οι χτίστες, όσο τα έκτιζαν.

Ο αφηγητής ασχολείται με τη γέννηση, τις οικογένειες των ανθρώπων, τις «ραγισματιές απ’ όπου μπαίνουν οι άνθρωποι στον κόσμο», την καταγωγή, τη παιδική ηλικία, τη βία, το θάνατο. Ο λόγος προσιδιάζει περισσότερο στην ονειρική ή οραματική εκδοχή του. Διαπλέκει το όνειρο με το στοχασμό και φτιάχνει μιαν άλλη πραγματικότητα ανιστορική. Ένα δίδυμο, έναν Πεισίστρατο του εαυτού του. Παράλληλα και επάλληλα αναδύεται η τραυματική επώδυνη πραγματικότητα των ανθρώπων, η ανθρώπινη συνείδηση, ο φόβος, οι λύπες τους, οι διωγμοί τους, οι λεπτομέρειες της ζωής, η ομορφιά και η ασκήμια, η γυμνή τοπολογία των σωμάτων. Το ανθρώπινο σώμα του Γιώργου Χειμωνά μιλά για το γένος και τα πάθη των ανθρώπων, όπως στην αρχαία τραγωδία. Η τέχνη αναπαράγει την ανθρώπινη πραγματικότητα, χοϊκή και σωματική.

Υπερρεαλιστικές εικόνες, όπως «η γυναίκα που ήταν μόνο κεφάλι», η συγκέντρωση των γυναικών με τα λευκά ρούχα, οι κλειστές ομπρέλες στα χέρια στην άμμο, προσδίδουν στο κείμενο μια ποιητική ένταση και φέρνουν στο νου πίνακες του Εγγονόπουλου. Όλα ζουν τον συμβολικό και συνάμα πραγματικό τους χαρακτήρα, συμβαίνουν σαν να γίνονταν πάντοτε.

Ο Χειμωνάς, αυτός ο σημαντικός σκαπανέας των γραμμάτων μας, με τη βιογραφία της όρασής του σε κανει ν’ αντιμετωπίζεις σοβαρά τη λογοτεχνία, κάτι που λείπει ασφυκτικά τον τελευταίο καιρό, που η εμποροποίηση και ειδωλοποίηση των πάντων κατέχει τα σκήπτρα. Η γραφή του, μαρτυρική ως τα όρια, κρατά ενωμένη την τέχνη με τη ζωή. Σε κανει να σκέφτεσαι για σένα, τη γλώσσα, το νόημά σου, το μύθο σου.

Δημήτρης Παλάζης, Περιοδ. Βακχικον, τ.7

Posted in Vakxikon | Leave a comment